Η ξεκαρδιστική αλλά υποχθόνια, τρυφερή αλλά φθονερή «La Nonna» επιστρέφει 14 χρόνια μετά την επιτυχία που γνώρισε τον Ιανουάριο του 1998, μέσα από τη σκηνή του θεάτρου «Ακάδημος».
Ο θεατρικός συγγραφέας, Ρομπέρτο Κόσσα, Αργεντίνος στην καταγωγή, έγινε διάσημος μέσα από το «La Nonna», έργο που μεταφέρθηκε σε πολλές σκηνές ανά τον κόσμο. Η επιτυχία του οφείλεται στο εφεύρημα του συγγραφέα να δημιουργήσει ένα έργο μυστικά επαναστατικό, αφού υπόγεια καταδικάζει την ακόρεστη πείνα και το αδηφάγο βλέμμα της κυβέρνησης. Η εξουσία βρίσκει στέγη, αποκτάει πρόσωπο και ύπαρξη στο έργο μέσα από την αιωνόβια, ύπουλη, δαιμόνια γιαγιά, τη «Nonna».
Ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής του έργου, Δημήτρης Πιατάς, επέλεξε να παρουσιάσει στο κοινό μια μαύρη κωμωδία που μιλάει για μια αργεντίνικη οικογένεια, η οποία υπομένει και τρέφει μια λαίμαργη γιαγιά που άλλοτε συμπεριφέρεται σαν ένα κακομαθημένο παιδί, άλλοτε σαν ένα πεισματάρικο γεροντάκι και άλλοτε σαν ένας σκληρός δυνάστης που σαρώνει τα πάντα. Όλα τα μέλη της οικογένειας έθρεψαν με τον έναν ή άλλον τρόπο το τέρας Nonna, θέλοντας να υποθάλψουν τις δικές τους αδυναμίες, τους δαίμονες που κατοικούν στην ψυχή τους.
Ο Πάνος Σκουρολιάκος, ενσαρκώνει με ζωντάνια το ρόλο του Καρμέλο, του πατέρα της οικογένειας, που όμως αφήνεται έρμαιο της μοίρας, η Λουκία Πιστιόλα παρουσιάζει με άρτιο τρόπο την ψυχοσύνθεση μιας νοικοκυράς που δίνει γενναιόδωρα την αγάπη και φροντίδα της, ωστόσο αρνείται να δει καθαρά ότι έρχεται η καταστροφή. Η Μαρία Κυριάκη ανταποκρίνεται με ακρίβεια στο ρόλο της υποτακτικής γεροντοκόρης Αννιούλας. Από τους πιο χιουμοριστικούς και απολαυστικούς χαρακτήρες είναι αυτός του Τσίτσο, του παθητικού τεμπέλη γιου, τον οποίο υποδύεται έξυπνα ο Κλέων Γρηγοριάδης. Η ηθοποιός Χρύσα Βεντούρη παίζει με απλότητα την κόρη Μάρτα, η οποία αν και νεαρής ηλικίας δείχνει ιδιαίτερα φιλήδονη, ενώ απολαυστικός στο ρόλο του άπληστου Δον Φραντσίσκο και επίδοξου συζύγου της Νόννας, είναι ο Κώστας Φλωκατούλας.
Υπό τους ήχους του τάνγκο, «της λυπημένης σκέψης που χορεύεται» όπως έχει χαρακτηριστεί από ειδήμονες, οι ήρωες εξομολογούνται τα πάθη τους, δοκιμάζονται, υποφέρουν και στο τέλος όταν δεν καταφέρνουν να βρουν λύτρωση, οδηγούνται στην ολοκληρωτική εξόντωση. Το τάνγκο που χορεύουν οι ηθοποιοί με την καθοδήγηση του Φωκά Ευαγγελινού και του Βάιου Αρσενόπουλου συνοδεύεται από τους ήχους του μπαντονεόν, που παίζει ο Ηρακλής Βαβάτσικας.
Ο Δημήτρης Πιατάς μεταμορφώνεται στη γλυκούλα, πεισματάρα, αχόρταγη γιαγιά «Nonna», η οποία μπορεί στο έργο να λέει μόνο 45 λέξεις κι αυτές στα ιταλικά, αλλά παίζει τον πλέον καθοριστικό ρόλο καθώς δοκιμάζει την αντοχή των ηρώων. Ο μοναδικός ηθοποιός όποτε εμφανίζεται στη σκηνή, χωρίς να πει κάτι προκαλεί αστείρευτο γέλιο με το λικνιστό περπάτημά του και τη βραχνή φωνή του, που άλλοτε χαϊδεύει τον θεατή και άλλοτε τον αφυπνίζει.
Ο Δ. Πιατάς παίρνει έντεχνα τη φράση που ακούγεται συχνά γύρω μας ότι «η Ελλάδα θα γίνει Αργεντινή» και την προβάλλει με αριστοτεχνικό τρόπο δείχνοντας στο κοινό ότι η οικογένεια του Μπουένος Άιρες δεν διαφέρει σε τίποτα ουσιαστικά από μια ελληνική οικογένεια, αφού η δομή της είναι ίδια, τα οικονομικά μεγέθη είναι όμοια και η κοινωνική διαστρωμάτωση παρουσιάζει πολλές ομοιότητες.
Ο Ρομπέρτο Κόσσα καταφέρνει με εύσχημο τρόπο να μετατρέψει τις πρώτες σκηνές του έργου, στιγμές χαράς και οικογενειακής ευδαιμονίας, σε σκηνές απόλυτου χάους και ισοπέδωσης. Έτσι λοιπόν, η πρώτη σκηνή της οικογενειακής γαλήνης δίνει τη θέση της στην εφιαλτική σκηνή του δείπνου, τη χαρούμενη λογομαχία ανάμεσα σε μάνα και κόρη έρχεται να διαδεχτεί η σκηνή που η μάνα δίνει χάπια στην άρρωστη κόρη, που εκπορνεύτηκε για να εξομαλύνει την οικονομική κατάπτωση της οικογένειας. Η στιγμή που ο πατέρας καμαρώνει για την κορούλα του «παγώνει» από τη βίαιη σκηνή που η κόρη εξομολογείται την απόφασή της να εκπορνευτεί, χωρίς όμως να το αποκαλύπτει ανοιχτά, αλλά μιλώντας υπαινικτικά. Αντίστοιχα, η γλυκιά Νόννα σταδιακά με κορύφωση την τελευταία σκηνή μεταμορφώνεται σε ένα βαμπιρικό πλάσμα που κατατρώει τη σάρκα και την ψυχή των ηρώων και στο τέλος όταν θα έχει φάει τα πάντα, θα φάει τον ίδιο του τον εαυτό.
Να σημειωθεί πως τα κοστούμια και σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά υπηρετούν την εξέλιξη της σατιρικής κωμωδίας. Ομοίως, οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη μετατρέπουν τα πρόσωπα από θείες υπάρξεις σε καθημερινούς ανθρώπους και από αγνές φύσεις σε δαιμονικά πλάσματα. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή που δείχνει τα πεθαμένα πλέον πρόσωπα του έργου να ανοίγουν μια πόρτα από την οποία βγαίνει εκτυφλωτικό άσπρο φως δίνοντας την αίσθηση του παραδείσου, ενώ αντίθετα στο τέλος του έργου η αγνή και χαριτωμένη Νόννα μεταμορφώνεται σε δαιμονικό ον, όταν το πάτωμα φωτίζεται με κατακόκκινο φως και δείχνει τη γιαγιά να ουρλιάζει απεγνωσμένα όταν καταλαβαίνει πως έχει μείνει μόνη της…
Ο συγγραφέας δημιουργεί τα πρόσωπα του έργου ώστε κανένα από αυτά να μην γίνεται αντιπαθητικό στο κοινό. Απεναντίας, ο θεατής συμπάσχει και πονά τους ήρωες γιατί κατανοεί πως κουβαλάνε τον δικό τους σταυρό. Ακόμα και η Νόννα, όπως παρουσιάζεται στην παράσταση, δεν ευθύνεται για τη συναισθηματική αποσάρθρωση των υπόλοιπων ατόμων. Στην ουσία είναι δικό τους δημιούργημα, που τράφηκε και αναπτύχθηκε χάρη στην ανοχή, αντοχή και περίθαλψη της οικογένειας. Η Νόννα είναι αντανάκλαση της σαθρής ψυχής τους, αντανάκλαση μιας κοινωνίας που σιωπά και τρέφει ένα σάπιο πολιτικό-οικονομικό-κοινωνικό σύστημα.
Ο θεατής φεύγοντας από το θέατρο αποκομίζει ένα μήνυμα: Αν δεν καταφέρει ο άνθρωπος να καταπολεμήσει τους φόβους και τις αδυναμίες του, πάντα θα αργοπεθαίνει, πάντα θα πληγώνεται, πάντα θα εξοντώνεται μέχρι να διδαχθεί από τα λάθη του…
0 σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε τη γνώμη σας: