Το μεγαλόπνοο έργο του Εντουάρντο Ντε Φιλίππο, «Aχ αυτά τα φαντάσματα», που αποτελεί αντανάκλαση των δικών του σκληρών βιωμάτων, αντίδραση ουσιαστικά σε έναν κόσμο φαιδρό και σκληρό, παρουσιάζεται στο θέατρο Μεγάλη Βρετάνια.
Αν δεχτούμε το έργο αυτούσιο χωρίς τις σκηνοθετικές «φανφάρες» θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι πρόκειται για ένα κομψοτέχνημα από έναν αρκετά ιδιαίτερο συγγραφέα. Ο Εντουάρντο Ντε Φιλίππο είχε πολύ δύσκολη παιδική ηλικία. Όταν ανακάλυψε σε ηλικία έντεκα χρόνων ότι στα χαρτιά εμφανιζόταν ως παιδί αγνώστου πατρός ολόκληρη η ζωή του άλλαξε. Ο Ντε Φιλίππο σε «ένα ταξίδι προς την αυτογνωσία» συνειδητοποίησε νωρίς το ταλέντο του και την εκ γενετής ροπή του προς το θέατρο.
Ο ίδιος βίωσε την κοινωνική απόρριψη και τον αποκλεισμό και μεγαλούργησε δίνοντας σάρκα και οστά στον πόνο του μέσα από τα θεατρικά του έργα. Έχοντας έρθει σε επαφή με ανθρώπους αφορισμένους από το ευρύτερο κοινωνικό σύστημα ο Ντε Φιλίππο έπλασε τα δημιουργήματά του με περισσή φροντίδα, τοποθετώντας τα απέναντι στις αδυναμίες και τις αμαρτίες τους, προικίζοντάς τα ταυτόχρονα με ελπίδα. Ελπίδα για λύτρωση, για έναν κόσμο καλύτερο.
Η γυναίκα κατέχει περίοπτη θέση στην καρδιά και το μυαλό του συγγραφέα. Ο δραματουργός θεωρεί τη γυναίκα αίνιγμα ευθυγραμμιζόμενος προς τον χαρακτηρισμό του Φρόυντ, ενώ ακολουθώντας τον Έγελο την βλέπει ως ειρωνεία. Για τον Ντε Φιλίππο η γυναίκα κυριαρχεί παντού και ξέρει να χειρίζεται με αριστοτεχνικό τρόπο τους άντρες και να τους μετατρέπει σε ανδρείκελα.
Όλα αυτά τα βαθειά νοήματα «πνίγονται» μέσα στις υψηλές προσδοκίες του Γιάννη Κακλέα, ο οποίος παρά το γεγονός ότι χειρίζεται σπουδαίους ηθοποιούς, όπως είναι ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος και ο Άρης Σερβετάλης, δεν τους αφήνει να βγάλουν προς το κοινό την σημαντική εκφραστικότητά τους.
Παρόλο που οι ηθοποιοί κινούνται ελεύθερα στο χώρο και εκφράζονται πολύ έντονα, οι κινήσεις τους φαίνονται να είναι πομπώδεις, σαν να αγωνίζονται να αναμετρηθούν με τα εξίσου πομπώδη σκηνικά που έχουν στηθεί επί σκηνής.
Τα μεγαλειώδη σκηνικά του Μανώλη Παντελιδάκη μας μεταφέρουν στη Νάπολη, σε μια αριστοκρατική οικία, που έχει κάτι το μυστηριακό, από το οποίο γεννιούνται, θα έλεγε κανείς, τα πρόσωπα του έργου. Τα μπαλκόνια που στήθηκαν το ένα δίπλα στο άλλο, μεταδίδουν ακριβώς τον αέρα μιας μικροαστικής γειτονιάς, οπού οι άνθρωποι αρέσκονται στο να παρατηρούν τις κινήσεις και τη ζωή των άλλων.
Τα κοστούμια, που επιμελήθηκε η Ειρήνη Τσακίρη, αποδίδουν με ακρίβεια το ναπολιτάνικο στυλ και την κομψότητα των Ιταλών, ενώ η ενδυματολογική εμφάνιση των φαντασμάτων είναι λειτουργική και ευφάνταστη.
Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος που ερμηνεύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο , τον Πασκουάλε, επιστρατεύει μία δοκιμασμένη για αυτόν και επιτυχημένη τεχνική, η οποία περιλαμβάνει συγκεκριμένους μορφασμούς και κινήσεις, γνωστές στο κοινό από τηλεοπτικές και άλλες θεατρικές του εμφανίσεις. Ίσως αυτή τη φορά το κοινό να ήθελε να τον απολαύσει σε κάτι εντελώς διαφορετικό, σε έναν ρόλο στον οποίο θα σπάει τα στερεότυπά του. Στο ρόλο του Αλφρέντο, ο Άρης Σερβετάλης δοκιμάζει έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από αυτούς που είχε ερμηνεύσει μέχρι στιγμής, αν και σε κάποια σημεία δεν καταφέρνει να ενσωματώσει το χιουμοριστικό του παρουσιαστικό στο αυστηρό ύφος που χρειάζεται ο ήρωας, τον οποίο υποδύεται. Η Φαίη Ξυλά παίζει άνευρα το ρόλο της Μαρίας, της συζύγου του Πασκουάλε, που γοητεύεται από το φάντασμα, Αλφρέντο. Έτσι, η γυναίκα την οποία παρουσιάζει ως αρχετυπική μορφή ο Ντε Φιλίππο χάνεται μέσα στο σώμα της Φαίης Ξυλά.
Στον αντίποδα των προαναφερθέντων κινούνται οι εξής ηθοποιοί: Η Μαρία Κωνσταντάκη, η οποία υποδύεται την Καρμέλα και αποτυπώνει με αριστοτεχνικό τρόπο την τρέλα ενός αδύναμου ανθρώπου που έχει μετατραπεί σε φάντασμα, μέσα στον δικό του χώρο αναφοράς. Ο Κίμων Φιορέτος, καταφέρνει να μπει στην ψυχοσύνθεση ενός φαντάσματος και αναδεικνύει με ευστροφία τον ήρωα του Ντε Φιλίππο, τον Γκαστόνε. Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, ενσαρκώνει αριστοτεχνικά τον Ραφαέλε, τον δολοπλόκο αστυνομικό, ενώ η Αγορίτσα Οικονόμου στο ρόλο της Αρμίντα εντυπωσιάζει με τον αέρα της στη σκηνή. Απορία στους θεατές προκαλεί η παρουσία τριών προσώπων που εμφανίζονται απλώς για να γεμίσουν τη σκηνή και να συνοδεύσουν την Αγορίτσα Οικονόμου. Οι εν λόγω παρουσίες δεν διαδραματίζουν κανέναν απολύτως ρόλο, αλλά αποτελούν μια προσπάθεια εντυπωσιασμού από τον σκηνοθέτη, πράγμα που θεωρούμε ανώφελο, αφού στο έργο δεν μιλούν καθόλου και δεν έχουν ουσιαστική ύπαρξη.
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη ενώ κατορθώνουν να δημιουργήσουν μια τρομακτική ατμόσφαιρα και να προσδώσουν στους ηθοποιούς μια εφιαλτική μορφή, σε κάποια σημεία ,όπου είναι απαραίτητο το σασπένς, χάνονται.
Όλα τα μηνύματα του Ντε Φιλιππο για την αξία του ανθρώπου, το ρόλο της γυναίκας, τη συναισθηματική ωρίμανση των πασχόντων ατόμων κατακερματίζονται και διασκορπίζονται στο έργο. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο δεν καταφέρνουν να περάσουν ως ιδεολογήματα στη συνείδηση του θεατή. Το κοινό αποχωρεί με έναν προβληματισμό… τελικά τι ήθελε να πει το έργο;
Συνοψίζοντας τα παραπάνω θα λέγαμε ότι ένα θεατρικό έργο, που ξεπερνά τα μικρά σύνορα της Νάπολης, ένα έργο που γράφτηκε με σοφία και ξεχωριστή ευαισθησία από τον Εντουάρντο ντε Φιλίππο επισκιάστηκε από τη σκηνοθετική έπαρση του Γιάννη Κακλέα και τον καλλιτεχνικό ευφησυχασμό των ηθοποιών που αναφέραμε. Εξάλλου, κοστούμια και σκηνικά ενώ διεκδικούν μεγάλες προσδοκίες δεν υπηρετούν τα βασικά σημεία του θεατρικού έργου, που είναι οι χειρονομίες, η εκφραστικότητα των ηθοποιών, οι κινήσεις στο χώρο.
Αν πρέπει να κρατήσουμε ένα μήνυμα από την παράσταση ίσως αυτό να στηρίζεται στο ότι τα φαντάσματα του Ντε Φιλίππο είναι οι δικές μας προβολές. Είναι δικά μας δημιουργήματα, που τρέφονται από τις αδυναμίες μας και μόνο αν καταφέρουμε να τις καταπολεμήσουμε θα εξαφανιστούν από τη ζωή μας…
Μετάφραση: Θοδωρής Πετρόπουλος
Σκηνοθεσία : Γιάννης Κακλέας
Σκηνικά : Μανώλης Παντελιδάκης
Κοστούμια : Ειρήνη Τσακίρη
Σχεδιασμός φωτισμών : Σάκης Μπιρμπίλης
Μουσική διδασκαλία & επιμέλεια: Αλέξιος Πρίφτης
Διανομή: Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Άρης Σερβετάλης, Φαίη Ξυλά, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Βαγγέλης Χατζηνικολάου, Μαρία Κωνσταντάκη, Αγορίτσα Οικονόμου, Κίμωνας Φιορέτος, Μένη Κωνσταντινίδου, Βαγγέλης Ρωμνιός.
0 σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε τη γνώμη σας: